χαλκόπυλος

χαλκόπυλος
χαλκό-πῠλος, ον,
A with gates of brass or bronze,

ἱρόν Hdt.1.181

; χ. θεά, epith. of Athena, E.Tr.1113 (lyr.); ὕδωρ, of Castalia, because issuing from bronze spouts in the shape of lions' heads, Pi.Pae.6.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαλκόπυλος — ον, Α 1. αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», Ηρόδ.) 2. (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πυλος (< πύλη), πρβλ. καλλί πυλος, μακρό πυλος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπυλον — χαλκόπυλος with gates of brass masc/fem acc sg χαλκόπυλος with gates of brass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκοπύλῳ — χαλκόπυλος with gates of brass masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκοπύλωι — χαλκοπύλῳ , χαλκόπυλος with gates of brass masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”