χαλκόπυλος — ον, Α 1. αυτός που έχει χάλκινες πύλες («Διὸς Βήλου ἱερὸν χαλκόπυλον», Ηρόδ.) 2. (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που λατρεύεται σε ναό με χάλκινες πύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πυλος (< πύλη), πρβλ. καλλί πυλος, μακρό πυλος] … Dictionary of Greek
χαλκόπυλον — χαλκόπυλος with gates of brass masc/fem acc sg χαλκόπυλος with gates of brass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοπύλῳ — χαλκόπυλος with gates of brass masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκοπύλωι — χαλκοπύλῳ , χαλκόπυλος with gates of brass masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)